- οἰκοτρίβαιος
- οἰκο-τρίβαιος [pron. full] [ῐ], α, ον,A belonging to an οἰκότριψ, Poll.3.76 ; corrupted into οἰκοτρύβλιον in Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικοτρίβαιος — οἰκοτρίβαιος, αία, ον (Α) [οικότριψ] αυτός που ανήκει στον οικότριβα, δηλ. στον δούλο που γεννήθηκε και ανατράφηκε στο σπίτι … Dictionary of Greek
οἰκοτρίβαιον — οἰκοτρίβαιος belonging to an masc acc sg οἰκοτρίβαιος belonging to an neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)